κνημῖδα

κνημῖδα
κνημίς
greave
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνημίδα — Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό… …   Dictionary of Greek

  • Τάρφη — Αρχαία πόλη της Επικνημίδιας Λοκρίδας, η οποία αναφέρεται από τον Όμηρο. Ήταν χτισμένη στα N του Θρονίου, στις δασώδεις πλαγιές του όρους Κνημίδα και κοντά στον Βοάγριο χείμαρρο. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του Στράβωνα στη θέση της χτίστηκε αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Επικνημίδιοι — Προσωνύμιο των Λοκρών που διέμεναν στην Κνημίδα, ψηλό βουνό απέναντι από την Εύβοια. Υποκνημίδιοι ονομάζονταν όσοι ζούσαν στις υπώρειες του βουνού και στα πεδινά σημεία. Σημαντικές πόλεις τους ήταν οι Κνημίδες, απέναντι ακριβώς από το Κηναίον… …   Dictionary of Greek

  • θαμναστρέα — (Τhamnastrea). Γένος φουγκιδών εξακοραλλίων που έχει εκλείψει. Τα θ. ζούσαν σε αποικίες και σχημάτιζαν σύνθετους μισχοφόρους ή μυκητοειδείς κορμούς. Απολιθωμένα λείψανά τους ανακαλύφθηκαν σε μεσοζωικά, ηωκαινικά και ολιγοκαινικά στρώματα. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”